επίκανθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επίκανθος οι επίκανθοι
      γενική του επίκανθου
επικάνθου
των επίκανθων
επικάνθων
    αιτιατική τον επίκανθο τους επίκανθους
επικάνθους
     κλητική επίκανθε επίκανθοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επίκανθος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἡ ἐπικανθίς (και ἐγκανθίς) με τροπή σε αρσενικό + -ος. Αναλύεται σε επί- + κανθός. Δεν συνδέεται με το ἄκανθα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈpi.kan.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πί‐καν‐θος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επίκανθος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .