επίκεντρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | επίκεντρο | τα | επίκεντρα |
γενική | του | επίκεντρου & επικέντρου |
των | επίκεντρων & επικέντρων |
αιτιατική | το | επίκεντρο | τα | επίκεντρα |
κλητική | επίκεντρο | επίκεντρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επίκεντρο < επί- + κεντρο, όπως (ελληνιστική κοινή) ἐπίκεντρον, ουδέτερο του ἐπίκεντρος < ἐπί + αρχαία ελληνική κέντρον < κεντέω / κεντῶ [1]
- για τη γεωλογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική épicentre < αρχαία ελληνική ἐπί + κέντρον
- η μεταφορική σημασία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική epicenter < αρχαία ελληνική ἐπί + κέντρον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈpi.cen.dɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πί‐κε‐ντρο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επίκεντρο ουδέτερο
- κάτι που βρίσκεται στο κέντρο
- (γεωλογία, σεισμολογία) το σημείο της γήινης επιφάνειας που βρίσκεται ακριβώς από πάνω (σε κατακόρυφη διάταξη από το υπόκεντρο της σεισμικής εστίας)
- (μεταφορικά) το κεντρικό, το βασικό σημείο μιας δραστηριότητας, ενέργειας, ενδιαφέροντος κ.λπ.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- επίκεντρος
- επικεντρώνω
- επικέντρωση
- → δείτε τις λέξεις επί και κέντρο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επίκεντρο
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ επίκεντρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επί- (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Σεισμολογία (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)