επίκριση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επίκριση | οι | επικρίσεις |
γενική | της | επίκρισης* | των | επικρίσεων |
αιτιατική | την | επίκριση | τις | επικρίσεις |
κλητική | επίκριση | επικρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επικρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επίκριση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επίκριση θηλυκό
- Δυσμενής κριτική εις βάρος κάποιου