επίκριση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επίκριση | οι | επικρίσεις |
γενική | της | επίκρισης* | των | επικρίσεων |
αιτιατική | την | επίκριση | τις | επικρίσεις |
κλητική | επίκριση | επικρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επικρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επίκριση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπίκρισις < ελληνιστική κοινή ἐπίκρισις (καθορισμός, κρίση) + -ση κατά τη σημασία του επικρίνω[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈpi.kri.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πί‐κρι‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επίκριση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του επικρίνω
- δυσμενής κριτική εις βάρος κάποιου
- (γενικότερα) έκφραση αρνητικής απόψεως για κάποιον ή κάτι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ επίκριση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- Παρούτσας, Δ., Κ., (2022), Ετυμολογικό και ερμηνευτικό λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας: επίκριση, η, ανακτήθηκε στις 5. 6. 2025 από https://paroutsas.gr/lexicon/index.php
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)