Μετάβαση στο περιεχόμενο

επίκριση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίκριση οι επικρίσεις
      γενική της επίκρισης* των επικρίσεων
    αιτιατική την επίκριση τις επικρίσεις
     κλητική επίκριση επικρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επικρίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επίκριση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπίκρισις < ελληνιστική κοινή ἐπίκρισις (καθορισμός, κρίση) + -ση κατά τη σημασία του επικρίνω[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /eˈpi.kri.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επίκριση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

επίκριση θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  • Παρούτσας, Δ., Κ., (2022), Ετυμολογικό και ερμηνευτικό λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας: επίκριση, η, ανακτήθηκε στις 5. 6. 2025 από https://paroutsas.gr/lexicon/index.php