επίκρουση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επίκρουση | οι | επικρούσεις |
γενική | της | επίκρουσης* | των | επικρούσεων |
αιτιατική | την | επίκρουση | τις | επικρούσεις |
κλητική | επίκρουση | επικρούσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επικρούσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επίκρουση < ελληνιστική κοινή ἐπίκρουσις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επίκρουση θηλυκό
- (ιατρική) η εξέταση ασθενούς με κρούση / χτύπημα των δακτύλων του ιατρού ή με χτύπημα ειδικού σφυριού
- η πυροδότηση εκρηκτικών με κρούση / χτύπημα σε καψούλι