επίλυση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίλυση οι επιλύσεις
      γενική της επίλυσης* των επιλύσεων
    αιτιατική την επίλυση τις επιλύσεις
     κλητική επίλυση επιλύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιλύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επίλυση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπίλυ(σις) + -ση (αρχαία σημασία: γλιτωμός).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε επί- + λύση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επίλυση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις λύση και λύω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]