επίμαχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επίμαχος η επίμαχη το επίμαχο
      γενική του επίμαχου της επίμαχης του επίμαχου
    αιτιατική τον επίμαχο την επίμαχη το επίμαχο
     κλητική επίμαχε επίμαχη επίμαχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επίμαχοι οι επίμαχες τα επίμαχα
      γενική των επίμαχων των επίμαχων των επίμαχων
    αιτιατική τους επίμαχους τις επίμαχες τα επίμαχα
     κλητική επίμαχοι επίμαχες επίμαχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επίμαχος < (ελληνιστική κοινή) ἐπίμαχος

Επίθετο[επεξεργασία]

επίμαχος, -η, -ο

  1. που αφορά ζήτημα που θεωρείται πρόβλημα και συνήθως δεν υπάρχει μία άποψη επί αυτού/για αυτό
  2. που γίνεται το επίκεντρο ζήτησης
    το επίμαχο θέμα συζήτησης σήμερα αφορά...
  3. που αποτελεί θέμα αμφισβήτησης
  4. που γίνεται αντικείμενο του πόθου, ανταγωνισμού ή αντιπαράθεσης

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]