επίορκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπίορκος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επίορκος η επίορκη το επίορκο
      γενική του επίορκου της επίορκης του επίορκου
    αιτιατική τον επίορκο την επίορκη το επίορκο
     κλητική επίορκε επίορκη επίορκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επίορκοι οι επίορκες τα επίορκα
      γενική των επίορκων των επίορκων των επίορκων
    αιτιατική τους επίορκους τις επίορκες τα επίορκα
     κλητική επίορκοι επίορκες επίορκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επίορκος < αρχαία ελληνική ἐπίορκος

Επίθετο[επεξεργασία]

επίορκος, -η, -ο

  1. το πρόσωπο που καταπάτησε τον όρκο του
  2. (για δημόσιους υπάλληλους) αυτός που έχει καταδικασθεί σε ποινή στερητική της ελευθερίας από ποινικό δικαστήριο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]