επίπνοια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επίπνοια < αρχαία ελληνική ἐπίπνοια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επίπνοια θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) η θεία έμπνευση, η επιφοίτηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επίπνοια
|