επίπονος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | επίπονος | η | επίπονη | το | επίπονο |
γενική | του | επίπονου | της | επίπονης | του | επίπονου |
αιτιατική | τον | επίπονο | την | επίπονη | το | επίπονο |
κλητική | επίπονε | επίπονη | επίπονο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | επίπονοι | οι | επίπονες | τα | επίπονα |
γενική | των | επίπονων | των | επίπονων | των | επίπονων |
αιτιατική | τους | επίπονους | τις | επίπονες | τα | επίπονα |
κλητική | επίπονοι | επίπονες | επίπονα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επίπονος < αρχαία ελληνική ἐπίπονος < ἐπί + πόνος («κόπος»)
Επίθετο[επεξεργασία]
επίπονος, -η, -ο