επίρρωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίρρωση οι επιρρώσεις
      γενική της επίρρωσης* των επιρρώσεων
    αιτιατική την επίρρωση τις επιρρώσεις
     κλητική επίρρωση επιρρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιρρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επίρρωση < αρχαία ελληνική ἐπίρρωσις < ἐπιρρωνύω < ἐπί + ῥωννύω (= ισχύω, ενδυναμώνω, τονώνω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επίρρωση θηλυκό

  1. ενίσχυση
  2. ενδυνάμωση
    Ο λόγος που επικαλέστηκε εις επίρρωση αυτού του αιτήματος ήταν ότι...
  3. (μεταφορικά) επιβεβαίωση
    προς επίρρωση των λόγων τους

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]