επίσημος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επίσημος < αρχαία ελληνική ἐπίσημος < ἐπί + σῆμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰyeh₂- (σημειώνω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eˈpi.si.mos/
Επίθετο[επεξεργασία]
επίσημος, -η, -ο
- που έχει δημόσιο και ίσως πανηγυρικό χαρακτήρα και διαστάσεις
- εορταστικός
- που είναι κατάλληλος για ξεχωριστή στιγμή
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ανεπίσημα
- ανεπίσημος
- ανεπισημότητα
- ανεπισήμως
- επίσημα
- επισημαίνω
- επισήμανση
- επισημοποιημένος
- επισημοποίηση
- επισημοποιώ
- επισημότητα
- επισήμως
- ημιεπίσημος
- → δείτε τις λέξεις επί και σήμα