επίσκοπος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | επίσκοπος | οι | επίσκοποι |
γενική | του | επίσκοπου & επισκόπου |
των | επίσκοπων & επισκόπων |
αιτιατική | τον | επίσκοπο | τους | επίσκοπους & επισκόπους |
κλητική | επίσκοπε | επίσκοποι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επίσκοπος < ελληνιστική κοινή ἐπίσκοπος (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική ἐπίσκοπος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈpi.sko.pos/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επίσκοπος αρσενικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Υπώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]επώνυμα:
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επίσκοπος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)