επίσταση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίσταση οι επιστάσεις
      γενική της επίστασης* των επιστάσεων
    αιτιατική την επίσταση τις επιστάσεις
     κλητική επίσταση επιστάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιστάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επίσταση < καθαρεύουσα ἐπίστασις < αρχαία ελληνική ἐπίστᾰσις (σταμάτημα, επιμέλεια, επιστασία) < ἐφίστημι
για τη βιολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική epistasis < αρχαία ελληνική ἐπίστᾰσις

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈpi.sta.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πί‐στα‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επίσταση θηλυκό

  1. (λόγιο) το σταμάτημα, στάση, έμφραξη[1]
  2. (γενετική) η τροποποίηση του φαινότυπου ενός γονιδίου από επίδραση άλλου μη αλληλόμορφου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .