επίσωτρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | επίσωτρο | τα | επίσωτρα |
γενική | του | επίσωτρου | των | επίσωτρων |
αιτιατική | το | επίσωτρο | τα | επίσωτρα |
κλητική | επίσωτρο | επίσωτρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επίσωτρο < αρχαία ελληνική ἐπίσωτρον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επίσωτρο ουδέτερο
- (λόγιο) περίβλημα τροχού ή ζάντας από καουτσούκ ή άλλο υλικό
- (λόγιο) (κατ’ επέκταση) το ελαστικό που τοποθετείται στον τροχό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επίσωτρο