επίτακτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επίτακτος < αρχαία ελληνική ἐπίτακτος
Επίθετο[επεξεργασία]
επίτακτος
- (σπάνιο) άλλη μορφή του επιταγμένος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επίτακτος
|