επίταση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επίταση | οι | επιτάσεις |
γενική | της | επίτασης & επιτάσεως |
των | επιτάσεων |
αιτιατική | την | επίταση | τις | επιτάσεις |
κλητική | επίταση | επιτάσεις | ||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επίταση < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική ἐπίτα(σις) + -ση[1] Συγχρονικά αναλύεται σε επί- + τάση → δείτε το αρχαίο τάσσω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eˈpi.ta.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πί‐τα‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επίταση θηλυκό
- η αύξηση έντασης, το δυνάμωμα
- ↪ όταν καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε, αυτό αποτελεί δυνητικό παράγοντα επίτασης μιάς κρίσης χρέους
- η επιδείνωση
- (γραμματική) η ενίσχυση της έννοιας μιάς λέξης με άλλη λέξη ή μόριο
- → δείτε τη λέξη επιτατικός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επίταση
[επεξεργασία]
- ↑ «επίταση» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επί- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)