επίτηδες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
επίτηδες< αρχαία ελληνική ἐπίτηδες < ομηρικό ἐπιτηδές
Επίρρημα[επεξεργασία]
επίτηδες και εξεπίτηδες, ξεπίτηδες
- ηθελημένα, με συγκεκριμένο σκοπό ή για συγκεκριμένο λόγο και όχι κατά λάθος ή τυχαία
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επίτηδες