επίχρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επίχρισμα < (ελληνιστική κοινή) ἐπίχρισμα < χρῖσμα < χρίω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επίχρισμα ουδέτερο
- επίχριση
- υλικό με το οποίο καλύπτεται μια επιφάνεια
- σοβάς
- σοβάτισμα
- (ιατρική) επιφανειακό στρώμα από διάφορες ουσίες, που καλύπτει εξωτερικά κάποια όργανα του σώματος (γλώσσα κ.ά.)
- (μεταφορικά) η «επιφάνεια», σε αντίθεση με το «βάθος» και την ουσία ενός πράγματος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη επιχρίω