επί πληρωμή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επί πληρωμή < (καθαρεύουσα) ἐπί (επί), πληρωμῇ (δοτική ενικού του πληρωμή) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση[επεξεργασία]
επί πληρωμή
- (λόγιο, οικονομία όχι δωρεάν, με χρηματικό αντάλλαγμα, με πληρωμή
- ↪ θα δεχτεί να το κάνει αλλά μόνο επί πληρωμή
- ↪ η ιστοσελίδα θα διατίθεται στο εξής επί πληρωμή