επί τη εμφανίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επί τη εμφανίσει < καθαρεύουσα ἐπὶ τῇ ἐμφανίσει < → δείτε επί, τῇ ἐμφανίσει, (δοτική) του ἐμφάνισις (εμφάνιση) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση[επεξεργασία]
επί τη εμφανίσει
- (λόγιο) με την επίδειξη, με την εμφάνιση, μόλις το εμφανίσει (επιδείξει) κάποιος
- ↪ πληρώνεται επί τη εμφανίσει και σε συγκεκριμένη ημερομηνία
- ↪ επί τη εμφανίσει της ιερής εικόνας, οι πιστοί γονάτισαν
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- πληρωτέαι επί τη εμφανίσει: ποσό (σε δραχμές) που έπρεπε να καταβληθεί με την επίδειξη του χαρτονομίσματος