επί τη ευκαιρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
επί τη ευκαιρία
- με την ευκαιρία που (όταν οι περιστάσεις μου δίνουν την ευκαιρία)
- ↪ Πήγαινε, σε παρακαλώ, στην τράπεζα και επί τη ευκαιρία, πλήρωσε και το λογαριασμό αυτόν.
- άλλες μορφές: επ' ευκαιρία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επί τη ευκαιρία
|