επαίρομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επαίρομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπαίρομαι (με επιπλέον σημασία: περηφανεύομαι), μέσος τύπος του ἐπαίρω (υψώνω, εγείρω) < ἐπί (ἐπ-) + αἴρω (σηκώνω). Δείτε επίσης το ρήμα παίρνω.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈpe.ɾo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐παί‐ρο‐μαι
Ρήμα
[επεξεργασία]επαίρομαι, μτχ.π.ε.: επαιρόμενος, μτχ.π.π.: επηρμένος αποθετικό ρήμα, συνήθως στον ενεστώτα, λόγιος αόριστος στο 3ο πρόσωπο: επήρθη
- (λόγιο) λειτουργώ με αλαζονεία, με έπαρση
- ↪ Η κυβέρνηση επαίρεται για την επιτυχία της συνομολόγησης της συνθήκης φυσικού αερίου με την Ρωσία.
Συνώνυμα
[επεξεργασία](Χρειάζεται μεταφορά σε ρήμα όπως το περηφανεύομαι και σύνδεσμο προς εκεί από όλα τ' άλλα ‑‑Sarri.greek ♫ | 09:08, 2 Αυγούστου 2023 (UTC))
Συγγενικά
[επεξεργασία]- επαιρόμενος
- έπαρμα
- έπαρση
- επηρμένα (επίρρημα'΄')
- επηρμένος
- συνεπαίρνω & συγγενικά
- συνέπαρμα
- συνέπαρση
→ και δείτε το ρήμα παίρνω & το μεσαιωνικό ἐπαίρνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επαίρομαι
→ δείτε τη λέξη περηφανεύομαι |
Πηγές
[επεξεργασία]- επαίρομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- επαίρομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς ενεργητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)