επαίρομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επαίρομαι < αρχαία ελληνική ἐπαίρω < ἐπί + αἴρω
Ρήμα[επεξεργασία]
επαίρομαι
- (λόγιο) λειτουργώ με αλαζονεία, με έπαρση
- η κυβέρνηση επαίρεται για την επιτυχία της συνομολόγησης της συνθήκης φυσικού αερίου με την Ρωσία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- αλαζονεύομαι
- αυτοθαυμάζομαι
- καμαρώνω
- καυχιέμαι
- κλασαυχενίζομαι
- κομπάζω
- κορδώνομαι
- ξιπάζομαι
- περηφανεύομαι
- υπεραίρομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επαίρομαι