επαίσχυντος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επαίσχυντος < αρχαία ελληνική ἐπαισχύνομαι + -τος < ἐπί + αἰσχύνομαι
Επίθετο[επεξεργασία]
επαίσχυντος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- επαίσχυντα
- → δείτε τις λέξεις επί και αισχύνη