επαγωγώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επαγωγώς < ελληνιστική κοινή ἐπαγωγῶς < αρχαία ελληνική ἐπαγωγός
Επίρρημα[επεξεργασία]
επαγωγώς
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επαγωγώς
|