επαινεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επαινεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επαινώ
Μετοχή[επεξεργασία]
επαινεμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη επαινώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επαινεμένος
|