επαληθεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επαληθεύομαι: παθητική φωνή του ρήματος επαληθεύω
Ρήμα
[επεξεργασία]επαληθεύομαι
- αποδεικνύομαι αληθινός· κάτι εξακριβώνεται ότι ισχύει, ότι είναι σωστό
- Η άθροιση δεν επαληθεύτηκε
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επαληθεύομαι | επαληθευόμουν(α) | θα επαληθεύομαι | να επαληθεύομαι | ||
β' ενικ. | επαληθεύεσαι | επαληθευόσουν(α) | θα επαληθεύεσαι | να επαληθεύεσαι | (επαληθεύου) | |
γ' ενικ. | επαληθεύεται | επαληθευόταν(ε) | θα επαληθεύεται | να επαληθεύεται | ||
α' πληθ. | επαληθευόμαστε | επαληθευόμαστε επαληθευόμασταν |
θα επαληθευόμαστε | να επαληθευόμαστε | ||
β' πληθ. | επαληθεύεστε | επαληθευόσαστε επαληθευόσασταν |
θα επαληθεύεστε | να επαληθεύεστε | (επαληθεύεστε) | |
γ' πληθ. | επαληθεύονται | επαληθεύονταν επαληθευόντουσαν |
θα επαληθεύονται | να επαληθεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επαληθεύτηκα | θα επαληθευτώ | να επαληθευτώ | επαληθευτεί | ||
β' ενικ. | επαληθεύτηκες | θα επαληθευτείς | να επαληθευτείς | επαληθεύσου | ||
γ' ενικ. | επαληθεύτηκε | θα επαληθευτεί | να επαληθευτεί | |||
α' πληθ. | επαληθευτήκαμε | θα επαληθευτούμε | να επαληθευτούμε | |||
β' πληθ. | επαληθευτήκατε | θα επαληθευτείτε | να επαληθευτείτε | επαληθευτείτε | ||
γ' πληθ. | επαληθεύτηκαν επαληθευτήκαν(ε) |
θα επαληθευτούν(ε) | να επαληθευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επαληθευτεί | είχα επαληθευτεί | θα έχω επαληθευτεί | να έχω επαληθευτεί | επαληθευμένος | |
β' ενικ. | έχεις επαληθευτεί | είχες επαληθευτεί | θα έχεις επαληθευτεί | να έχεις επαληθευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει επαληθευτεί | είχε επαληθευτεί | θα έχει επαληθευτεί | να έχει επαληθευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επαληθευτεί | είχαμε επαληθευτεί | θα έχουμε επαληθευτεί | να έχουμε επαληθευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε επαληθευτεί | είχατε επαληθευτεί | θα έχετε επαληθευτεί | να έχετε επαληθευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επαληθευτεί | είχαν επαληθευτεί | θα έχουν επαληθευτεί | να έχουν επαληθευτεί |