επαληθεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επαληθεύομαι: παθητική φωνή του ρήματος επαληθεύω

Ρήμα[επεξεργασία]

επαληθεύομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]