επαληθεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επαληθεύω < αρχαία ελληνική ἐπαληθεύω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική vérifier)

Ρήμα[επεξεργασία]

επαληθεύω (παθητική φωνή: επαληθεύομαι)

  1. αποδεικνύω μετά από έλεγχο την αλήθεια ενός ισχυρισμού ή συμπεράσματος
  2. ελέγχω με μια συγκεκριμένη διαδικασία αν το αποτέλεσμα μιας μαθηματικής πράξης είναι σωστό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]