επαναβεβαιώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επαναβεβαιώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
επαναβεβαιώνω
- βεβαιώνω εκ νέου, για δεύτερη φορά, επιπρόσθετα
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επαναβεβαιώνω | επαναβεβαίωνα | θα επαναβεβαιώνω | να επαναβεβαιώνω | επαναβεβαιώνοντας | |
β' ενικ. | επαναβεβαιώνεις | επαναβεβαίωνες | θα επαναβεβαιώνεις | να επαναβεβαιώνεις | επαναβεβαίωνε | |
γ' ενικ. | επαναβεβαιώνει | επαναβεβαίωνε | θα επαναβεβαιώνει | να επαναβεβαιώνει | ||
α' πληθ. | επαναβεβαιώνουμε | επαναβεβαιώναμε | θα επαναβεβαιώνουμε | να επαναβεβαιώνουμε | ||
β' πληθ. | επαναβεβαιώνετε | επαναβεβαιώνατε | θα επαναβεβαιώνετε | να επαναβεβαιώνετε | επαναβεβαιώνετε | |
γ' πληθ. | επαναβεβαιώνουν(ε) | επαναβεβαίωναν επαναβεβαιώναν(ε) |
θα επαναβεβαιώνουν(ε) | να επαναβεβαιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επαναβεβαίωσα | θα επαναβεβαιώσω | να επαναβεβαιώσω | επαναβεβαιώσει | ||
β' ενικ. | επαναβεβαίωσες | θα επαναβεβαιώσεις | να επαναβεβαιώσεις | επαναβεβαίωσε | ||
γ' ενικ. | επαναβεβαίωσε | θα επαναβεβαιώσει | να επαναβεβαιώσει | |||
α' πληθ. | επαναβεβαιώσαμε | θα επαναβεβαιώσουμε | να επαναβεβαιώσουμε | |||
β' πληθ. | επαναβεβαιώσατε | θα επαναβεβαιώσετε | να επαναβεβαιώσετε | επαναβεβαιώστε | ||
γ' πληθ. | επαναβεβαίωσαν επαναβεβαιώσαν(ε) |
θα επαναβεβαιώσουν(ε) | να επαναβεβαιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επαναβεβαιώσει | είχα επαναβεβαιώσει | θα έχω επαναβεβαιώσει | να έχω επαναβεβαιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις επαναβεβαιώσει | είχες επαναβεβαιώσει | θα έχεις επαναβεβαιώσει | να έχεις επαναβεβαιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει επαναβεβαιώσει | είχε επαναβεβαιώσει | θα έχει επαναβεβαιώσει | να έχει επαναβεβαιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επαναβεβαιώσει | είχαμε επαναβεβαιώσει | θα έχουμε επαναβεβαιώσει | να έχουμε επαναβεβαιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε επαναβεβαιώσει | είχατε επαναβεβαιώσει | θα έχετε επαναβεβαιώσει | να έχετε επαναβεβαιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επαναβεβαιώσει | είχαν επαναβεβαιώσει | θα έχουν επαναβεβαιώσει | να έχουν επαναβεβαιώσει |
|