επαναγγείωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επαναγγείωση | οι | επαναγγειώσεις |
γενική | της | επαναγγείωσης* | των | επαναγγειώσεων |
αιτιατική | την | επαναγγείωση | τις | επαναγγειώσεις |
κλητική | επαναγγείωση | επαναγγειώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαναγγειώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επαναγγείωση < επαν- + αγγείωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική revascularization)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επαναγγείωση θηλυκό
- (ιατρική) η χειρουργική αποκατάσταση των (αιμοφόρων ή άλλων) αγγείων ενός οργανισμού
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Revascularization στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επαναγγείωση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επαν- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)