επαναδιατυπώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.pa.na.ði̯a.tiˈpo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πα‐να‐δια‐τυ‐πώ‐νω
Ρήμα[επεξεργασία]
επαναδιατυπώνω
- διατυπώνω ξανά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επαναδιατυπώνω