επανακαθορίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
επανακαθορίζω (παθητική φωνή: επανακαθορίζομαι)
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επανακαθορίζω | επανακαθόριζα | θα επανακαθορίζω | να επανακαθορίζω | επανακαθορίζοντας | |
β' ενικ. | επανακαθορίζεις | επανακαθόριζες | θα επανακαθορίζεις | να επανακαθορίζεις | επανακαθόριζε | |
γ' ενικ. | επανακαθορίζει | επανακαθόριζε | θα επανακαθορίζει | να επανακαθορίζει | ||
α' πληθ. | επανακαθορίζουμε | επανακαθορίζαμε | θα επανακαθορίζουμε | να επανακαθορίζουμε | ||
β' πληθ. | επανακαθορίζετε | επανακαθορίζατε | θα επανακαθορίζετε | να επανακαθορίζετε | επανακαθορίζετε | |
γ' πληθ. | επανακαθορίζουν(ε) | επανακαθόριζαν επανακαθορίζαν(ε) |
θα επανακαθορίζουν(ε) | να επανακαθορίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επανακαθόρισα | θα επανακαθορίσω | να επανακαθορίσω | επανακαθορίσει | ||
β' ενικ. | επανακαθόρισες | θα επανακαθορίσεις | να επανακαθορίσεις | επανακαθόρισε | ||
γ' ενικ. | επανακαθόρισε | θα επανακαθορίσει | να επανακαθορίσει | |||
α' πληθ. | επανακαθορίσαμε | θα επανακαθορίσουμε | να επανακαθορίσουμε | |||
β' πληθ. | επανακαθορίσατε | θα επανακαθορίσετε | να επανακαθορίσετε | επανακαθορίστε | ||
γ' πληθ. | επανακαθόρισαν επανακαθορίσαν(ε) |
θα επανακαθορίσουν(ε) | να επανακαθορίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επανακαθορίσει | είχα επανακαθορίσει | θα έχω επανακαθορίσει | να έχω επανακαθορίσει | ||
β' ενικ. | έχεις επανακαθορίσει | είχες επανακαθορίσει | θα έχεις επανακαθορίσει | να έχεις επανακαθορίσει | ||
γ' ενικ. | έχει επανακαθορίσει | είχε επανακαθορίσει | θα έχει επανακαθορίσει | να έχει επανακαθορίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επανακαθορίσει | είχαμε επανακαθορίσει | θα έχουμε επανακαθορίσει | να έχουμε επανακαθορίσει | ||
β' πληθ. | έχετε επανακαθορίσει | είχατε επανακαθορίσει | θα έχετε επανακαθορίσει | να έχετε επανακαθορίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επανακαθορίσει | είχαν επανακαθορίσει | θα έχουν επανακαθορίσει | να έχουν επανακαθορίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επανακαθορίζω
|