επανακτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]επανακτώ
- αποκτώ και πάλι κάτι
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επανακτώ | επανακτούσα | θα επανακτώ | να επανακτώ | επανακτώντας | |
β' ενικ. | επανακτάς | επανακτούσες | θα επανακτάς | να επανακτάς | επανάκτα - επανάκταγε | |
γ' ενικ. | επανακτά | επανακτούσε | θα επανακτά | να επανακτά | ||
α' πληθ. | επανακτούμε | επανακτούσαμε | θα επανακτούμε | να επανακτούμε | ||
β' πληθ. | επανακτάτε | επανακτούσατε | θα επανακτάτε | να επανακτάτε | επανακτάτε | |
γ' πληθ. | επανακτούν | επανακτούσαν | θα επανακτούν | να επανακτούν | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επανάκτησα | θα επανακτήσω | να επανακτήσω | επανακτήσει | ||
β' ενικ. | επανάκτησες | θα επανακτήσεις | να επανακτήσεις | επανάκτα - επανάκτησε | ||
γ' ενικ. | επανάκτησε | θα επανακτήσει | να επανακτήσει | |||
α' πληθ. | επανακτήσαμε | θα επανακτήσουμε | να επανακτήσουμε | |||
β' πληθ. | επανακτήσατε | θα επανακτήσετε | να επανακτήσετε | επανακτήστε | ||
γ' πληθ. | επανάκτησαν επανακτήσαν(ε) |
θα επανακτήσουν(ε) | να επανακτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επανακτήσει | είχα επανακτήσει | θα έχω επανακτήσει | να έχω επανακτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις επανακτήσει | είχες επανακτήσει | θα έχεις επανακτήσει | να έχεις επανακτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει επανακτήσει | είχε επανακτήσει | θα έχει επανακτήσει | να έχει επανακτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επανακτήσει | είχαμε επανακτήσει | θα έχουμε επανακτήσει | να έχουμε επανακτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε επανακτήσει | είχατε επανακτήσει | θα έχετε επανακτήσει | να έχετε επανακτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επανακτήσει | είχαν επανακτήσει | θα έχουν επανακτήσει | να έχουν επανακτήσει |
|