επαναληπτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
επαναληπτικά < επαναληπτικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
επαναληπτικά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επαναληπτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
επαναληπτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επαναληπτικό
- επαναληπτικά μαθήματα
- επαναληπτικά θέματα