επαναμίσθωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επαναμίσθωση | οι | επαναμισθώσεις |
γενική | της | επαναμίσθωσης* | των | επαναμισθώσεων |
αιτιατική | την | επαναμίσθωση | τις | επαναμισθώσεις |
κλητική | επαναμίσθωση | επαναμισθώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαναμισθώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επαναμίσθωση < επαναμισθώνω + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επαναμίσθωση θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- επαναμισθώνω
- → δείτε τις λέξεις επανα- και μισθός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επαναμίσθωση
|