επαναπέμπω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επαναπέμπω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
επαναπέμπω
- (μεταβατικό) (λόγιο) αναπέμπω ξανά
- (μεταβατικό) στέλνω ξανά (επιστρέφω) σε κατώτερο διοικητικό ή δικαστικό όργανο ένα σχέδιο, πρόταση, απόφαση κλπ για να επανεξεταστεί