επαναπατρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επαναπατρίζω < επί + ανά + πατρίς

Ρήμα[επεξεργασία]

επαναπατρίζω

οι μετανάστες επαναπατρίζουν τις οικονομίες τους

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]