επαναπατρίσουμε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

επαναπατρίσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επαναπατρίζω
  2. θα επαναπατρίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επαναπατρίζω