επαναστάτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επαναστάτης οι επαναστάτες
      γενική του επαναστάτη των επαναστατών
    αιτιατική τον επαναστάτη τους επαναστάτες
     κλητική επαναστάτη επαναστάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επαναστάτης < επανάστα(ση) + -της

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.pa.naˈsta.tis/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επαναστάτης αρσενικό (θηλυκό: επαναστάτρια, επαναστάτισσα)

  1. αυτός που δημιουργεί ή συμμετέχει σε μια επανάσταση, που πηγαίνει ενάντια στην εξουσία
     συνώνυμα: αντάρτης, ρέμπελος, στασιαστής
  2. αυτός που πηγαίνει ενάντια στη παράδοση και τις κοινωνικές αξίες
     συνώνυμα: ριζοσπάστης, αντικομφορμιστής

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]