επαναστάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επαναστάτης < επανάστα(ση) + -της
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.pa.naˈsta.tis/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επαναστάτης αρσενικό (θηλυκό: επαναστάτρια, επαναστάτισσα)
- αυτός που δημιουργεί ή συμμετέχει σε μια επανάσταση, που πηγαίνει ενάντια στην εξουσία
- αυτός που πηγαίνει ενάντια στη παράδοση και τις κοινωνικές αξίες