επαναστατικοποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επαναστατικοποιώ < επαναστατικός + -ο- + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική revolutionize)
Ρήμα[επεξεργασία]
επαναστατικοποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επαναστατικοποιώ