επανασυναρμολογούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επανασυναρμολογούμαι < παθητικό του επανασυναρμολογώ < επί και ανά + συναρμολογώ

Ρήμα[επεξεργασία]

επανασυναρμολογούμαι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]