επανασύνθεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επανασύνθεση | οι | επανασυνθέσεις |
γενική | της | επανασύνθεσης* | των | επανασυνθέσεων |
αιτιατική | την | επανασύνθεση | τις | επανασυνθέσεις |
κλητική | επανασύνθεση | επανασυνθέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανασυνθέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επανασύνθεση θηλυκό
- η εκ νέου σύνθεση
- (γλωσσολογία) → δείτε τη λέξη ανασύνθεση
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις σύνθεση και θέτω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επανασύνθεση