επανατιμολόγηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επανατιμολόγηση | οι | επανατιμολογήσεις |
γενική | της | επανατιμολόγησης* | των | επανατιμολογήσεων |
αιτιατική | την | επανατιμολόγηση | τις | επανατιμολογήσεις |
κλητική | επανατιμολόγηση | επανατιμολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανατιμολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επανατιμολόγηση < επανα- + τιμολόγηση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επανατιμολόγηση θηλυκό
- ο καθορισμός νέων τιμών για προϊόντα, η εκ νέου τιμολόγηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επανατιμολόγηση
|