επανατοποθετώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επανατοποθετώ < λόγια λέξη της καθαρεύουσας ἐπανατοποθετῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
επανατοποθετώ (παθητικό: επανατοποθετούμαι)
- (παθητικό) γνωστοποιώ ότι αλλάζω γνώμη και άποψη για ένα ζήτημα, αλλάζω τοποθέτηση, αναιρώ, αποσύρω κάτι που είχα δηλώσει, ανασκευάζω
- Θα προτιμούσα να επανατοποθετηθώ' επί του θέματος
- Μετά τις εύλογες κοινωνικές αντιδράσεις ο υπουργός πρέπει να επανατοποθετηθεί στο ζήτημα της...
- (ενεργητικό) τοποθετώ ξανά κάτι σε μια θέση, όπου βρισκόταν και πριν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επανατοποθετώ
|