επαναφόρτιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επαναφόρτιση | οι | επαναφορτίσεις |
γενική | της | επαναφόρτισης | των | επαναφορτίσεων |
αιτιατική | την | επαναφόρτιση | τις | επαναφορτίσεις |
κλητική | επαναφόρτιση | επαναφορτίσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επαναφόρτιση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επαναφόρτιση
|