επαναχρησιμοποιούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επαναχρησιμοποιούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος επαναχρησιμοποιώ. Μορφολογικά, επανα- + χρησιμοποιούμενος
Μετοχή
[επεξεργασία]επαναχρησιμοποιούμενος, -η, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις χρησιμοποιώ, χρήσιμος και ποιώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επαναχρησιμοποιούμενος
|
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επανα- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με τουλάχιστον 20 γράμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)