Μετάβαση στο περιεχόμενο

επανεκκίνηση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επανεκκίνηση οι επανεκκινήσεις
      γενική της επανεκκίνησης* των επανεκκινήσεων
    αιτιατική την επανεκκίνηση τις επανεκκινήσεις
     κλητική επανεκκίνηση επανεκκινήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανεκκινήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επανεκκίνηση < επαν- + εκκίνηση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική restart[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.pa.neˈci.ni.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επανεκκίνηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

επανεκκίνηση θηλυκό

  1. η εκ νέου εκκίνηση
  2. (πληροφορική) η έναρξη εκ νέου του ηλεκτρονικού υπολογιστή, ενώ βρίσκεται σε λειτουργία, με εντολή στο λειτουργικό σύστημα, χωρίς την διακοπή της ηλεκτροδότησης και εν συνεχεία τη φόρτωση του λειτουργικού συστήματος
     συνώνυμα: θερμή εκκίνηση
     αντώνυμα: εκκίνηση, ψυχρή εκκίνηση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]