επανεκλέγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επανεκλέγω < επαν- + εκλέγω

Ρήμα[επεξεργασία]

επανεκλέγω

  • εκλέγω και πάλι κάποιον σε μία θέση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]