επανεκλογή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επανεκλογή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επανεκλογή θηλυκό
- η εκλογή κάποιου σε ένα αιρετό αξίωμα για δεύτερη (ή και τρίτη κ.ο.κ) φορά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επανεκλογή