επανεκλόγιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επανεκλόγιμος η επανεκλόγιμη το επανεκλόγιμο
      γενική του επανεκλόγιμου της επανεκλόγιμης του επανεκλόγιμου
    αιτιατική τον επανεκλόγιμο την επανεκλόγιμη το επανεκλόγιμο
     κλητική επανεκλόγιμε επανεκλόγιμη επανεκλόγιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επανεκλόγιμοι οι επανεκλόγιμες τα επανεκλόγιμα
      γενική των επανεκλόγιμων των επανεκλόγιμων των επανεκλόγιμων
    αιτιατική τους επανεκλόγιμους τις επανεκλόγιμες τα επανεκλόγιμα
     κλητική επανεκλόγιμοι επανεκλόγιμες επανεκλόγιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επανεκλόγιμος < επαν- + εκλόγιμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επανεκλόγιμος θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]