επανελλήνιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επανελλήνιση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επανελλήνιση θηλυκό
- (νεολογισμός) επανεισαγωγή αρχαίων λέξεων αυτούσιων ή εκδημοτικισμένων
- (πολιτική) αντικατάσταση των σύγχρονων εθίμων και θρησκείας με αρχαιότερα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επανελλήνιση
|