επανελλήνιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επανελλήνιση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επανελλήνιση θηλυκό

  1. (νεολογισμός) επανεισαγωγή αρχαίων λέξεων αυτούσιων ή εκδημοτικισμένων
  2. (πολιτική) αντικατάσταση των σύγχρονων εθίμων και θρησκείας με αρχαιότερα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]